άναυλος

άναυλος
(I)
ἄναυλος, -ον (Α) [αυλός]
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.
————————
(II)
-η, -ο [ναύλος]
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άναυλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πληρώνει ναύλο: Είχαν και μερικούς επιβάτες άναυλους στο πλοίο. 2. το επίρρ., άναυλα σημαίνει επίσης και βίαια: Το αφεντικό του τον έδιωξε άναυλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναυλότατον — ἄναυλος without the flute masc acc superl sg ἄναυλος without the flute neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναυλον — ἄναυλος without the flute masc/fem acc sg ἄναυλος without the flute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναύλοις — ἄναυλος without the flute masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναύλους — ἄναυλος without the flute masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναυλα — ἄναυλος without the flute neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναυλοι — ἄναυλος without the flute masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • κακόαυλος — κακόαυλος, ον (Α) άναυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. μόν αυλος, φίλ αυλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”